Στο κέντρο της Λευκωσίας, λίγα μόνο μέτρα από την Πλατεία Ελευθερίας, το Jean Nouvel Tower 25 ορθώνεται σε ένα ύψος 70 μέτρων περίπου, 17 ορόφους πάνω από το έδαφος. Αποτελεί το ψηλότερο κτίριο της πόλης, γεγονός που το καθιστά βασικό σημείο αναφοράς της. O ψηλός κατακόρυφός του όγκος, σε αντίθεση με το οριζόντιο των μεσαιωνικών τειχών και τη βυθισμένη τάφρο, που περικλείουν την παλιά πόλη, δημιουργεί το σκηνικό για μια σειρά από ανατροπές, που είναι χαρακτηριστικές του κτιρίου.

Στη νότια όψη, μεγάλοι ανθώνες φυτεύονται σε κάθε όροφο με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργηθεί ένα κατακόρυφο παραπέτασμα πρασίνου, το οποίο καλύπτει όλη την όψη και ρυθμίζει το φως στο εσωτερικό των διαμερισμάτων. Ως ένα φυσικό brise soleil, το παραπέτασμα προστατεύει τα διαμερίσματα από την έντονη ζέστη του καλοκαιριού. Το χειμώνα, τα περισσότερα φυτά χάνουν τα φύλλα τους, επιτρέποντας στον ήλιο να εισχωρεί όσο πιο βαθιά γίνεται στο κτίριο. Μια ζωντανή πρόσοψη, που πότε σαλεύει στο βραδινό αεράκι του καλοκαιριού, πότε λυγίζει κάτω από τους δυνατούς ανέμους του χειμώνα, πότε ανθίζει, πότε παίρνει το χρώμα του χαλκού, μεταμορφωνόμενη συνεχώς και ανεπαίσθητα, ακολουθώντας τον κύκλο των εποχών. Ένα μαλακό όριο που φέρνει στο νου τα κυπαρίσσια και τους καλαμιώνες στην περίμετρο των περιβολιών, γίνεται μέρος του σκηνικού της πόλης.

Στην ανατολική και δυτική όψη, αντί για τη δισδιάστατη εικόνα της φύσης της νότιας όψης, οι επιφάνειες από μπετόν αποτυπώνουν την τεχνολογία στην πιο εμβληματική της μορφή. Εδώ, ο συμπαγής όγκος των τοίχων αναιρείται από τα πολλά, φαινομενικά τυχαία τοποθετημένα ανοίγματα – άλλοτε καλυμμένα με γυαλί, άλλοτε ακάλυπτα – που παραπέμπουν στα πίξελς μιας υπερμεγεθυμένης εικόνας στην οθόνη του υπολογιστή. Oι τραχιές πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν στη δόμηση των μεσαιωνικών τειχών αντιστρέφονται στη λειτουργία τους, καθώς τώρα καθίστανται ακριβή κενά που αποδομούν την όψη του κτιρίου. Τη νύχτα, οι τοίχοι εμφανίζονται κυριολεκτικά σαν οθόνες, καθώς τα φώτα στο εσωτερικό των διαμερισμάτων άλλα ανάβουν, άλλα σβήνουν, ανάλογα με την κίνηση των ενοίκων. O κάναβος της όψης δεν γίνεται πια αντιληπτός ως ένα οργανωτικό και δομικό εργαλείο, αλλά ως ένα μέσο καθαρά αισθητικό.

Oι «γραφίστικες» επιφάνειες της ανατολικής, της δυτικής και της νότιας όψης δίνουν τη θέση τους σε μια δυναμική, τρισδιάστατη όψη στο βορρά. Το κτίριο μοιάζει να διαστέλλεται και να συστέλλεται, καθώς τα μπαλκόνια γλιστρούν μέσα και έξω, αλλάζοντας πλάτος και βάθος. Ωστόσο – και παρόλο το δυναμισμό της – η όψη μοιάζει να λειτουργεί περισσότερο σημειολογικά παρά συμβατικά. Εδώ, επιτέλους, αποκαλύπτεται ο αριθμός των ορόφων του κτιρίου. Και τα μεγάλα μπαλκόνια μαρτυρούν το μεσογειακό κλίμα του τόπου και τη σημασία του να περνά κανείς χρόνο έξω.

Στους δυο τελευταίους ορόφους μια μεζονέτα οργανώνεται γύρω από μια κεντρική αυλή – μια τυπολογία που απαντάται συχνά στην κυπριακή παραδοσιακή αρχιτεκτονική. Το διαμέρισμα προστατεύεται από τον ήλιο του καλοκαιριού με τρία μεγάλα σκίαστρα τοποθετημένα υπό διαφορετικές γωνίες. Τα σκίαστρα παραπέμπουν σε μία κεκλιμένη στέγη που έχει αποδομηθεί και την οποία, αν δει κανείς από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, ενδεχομένως να πάρει ξανά την αρχική της μορφή.

πηγή:buildnet.gr

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *